Σχεδόν γυρνάω στα ίδια μέρη.
Τα μέρη που περπατήσαμε μαζί.
Κάποτε.
Κάτω από κάποιο φεγγάρι,
κάτω από κάποια βροχή.
Σχεδόν γυρνάω.
Και ποτέ δε καταφέρνω να είμαι εκεί.
Σχεδόν γελάω.
Σχεδόν ονειρεύομαι.
Σχεδόν γελάω με τα όνειρά μου.
Λες και υπάρχει πιθανότητα,
το όνειρο να γίνει πραγματικότητα.
Σχεδόν βλάκας, που το πιστεύω.
Κάποτε είκοσι
Κάποτε τριάντα δύο
Σχεδόν είκοσι τρία
έντεκα χρόνια καλοκαιριού,
έντεκα χρόνια ψευδαισθήσεων.
Δώδεκα άγνοιας
Σχεδόν άγιος.
Σχεδόν νοσταλγώ.
Σχεδόν ελπίζω.
Και πια η διαφορά;
Πάλι σχεδόν μίζερος,
Πάντα τελείως μέτριος.
Εκτός, από τον καφέ μου, πάντα γλυκός.
Και μου θυμίζει εκείνο το λακκάκι
και εκείνη τη ρυτιδούλα.
Που με ένα χαμόγελο εξαφάνιζε όλα τα σύννεφα.
Και εκείνες η μπουκλίτσες,
που χόρευαν σα τρελές,
όταν γελούσες με τη καρδιά σου.
Έντεκα χρόνια χωρίς τη καρδιά σου,
Έντεκα χρόνια,
μέσα στη καρδιά μου.
Δε χωράει άλλος κανείς.
Είκοσι τρία χρόνια χαρισμένα.
Δικά σου.